- εξάτροχος
- η , ο [ος , ον ] шестиколёсный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξάτροχος — η, ο αυτός που έχει έξι τροχούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ (πρβλ. ἑξάγραμμα) + τροχός] … Dictionary of Greek
εξάτροχος — η, ο 1. που έχει έξι τροχούς, που κινείται με έξι τροχούς. 2. το ουδ. ως ουσ., εξάτροχο (ενν. όχημα), όχημα με έξι τροχούς (πρβλ. δίτροχο, τετράτροχο) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)